(Ο αριθμός μέσα σε παρένθεση μετά το όνομα τοπωνυμίου παραπέμπει στην κατά προσέγγιση θέση του στο επισυναπτόμενο σκαρίφημα).
Ξεκινώ νοερά από τη μικρή πλατεία του χωριού περιγράφοντας τα τοπωνύμια, δίνοντας ταυτόχρονα -όπου αυτό είναι δυνατό- το ιστορικό του ονόματός των. Με κατεύθυνση λοιπόν βορειοδυτικά (προς Φούρκα) και σε απόσταση 500 περίπου μέτρα συναντώ τη μικρή γέφυρα πάνω στη συμβολή των ξεροπόταμων του Τρανού Λάκκου και του Ζωγραφίτικου λάκκου. Ακριβώς στο σημείο αυτό της γέφυρας η τοποθεσία ονομάζεται «ΤΣΙΑΜΑΡΑ» (22), γιατί εκεί πριν χρόνια ήταν ένα θεόρατο πεύκο (Τσιάμι) που το χτύπησε μια χρονιά ο κεραυνός και το ξερίζωσαν οι βροχές και οι Βοριάδες. Και ήταν η τσιαμάρα αυτή για χρόνια καταφύγιο κοπαδιών σε περίπτωση βροχής και καύσωνα.
Πέρα απ’ το ξεροπόταμο του Τρανού Λάκκου δυτικά είναι το τοπωνύμιο «ΛΕΥΚΕΣ» (23), όπου σώζονται ως τα σήμερα πελώριες αυτοφυείς καναδέζικες λεύκες.
"Η δενδράρα": όριο Φούρκας και Κασσανδινού |
Σε απόσταση 150 μέτρων από το παρεκκλήσι είναι τα όρια των χωριών Κασσανδρινού και Φούρκας με ορόσημο μια πελώρια βαλανιδιά (η δεντράρα) που εντυπωσιάζει με τον όγκο της και το πλούσιο φύλλωμα της κατά την Άνοιξη και το Καλοκαίρι.
Κατηφορίζοντας από ένα μονοπάτι δίπλα απ’ το εκκλησάκι προς το ποτάμι με κατεύθυνση δυτικά, μόλις περάσω στην αντίπερα όχθη, πατώ τα χώματα της τοποθεσίας «ΓΙΟΥΦΤΟΥΣ» (30). Η παράδοση μας πληροφορεί πως αυτό το μικρό πλάτωμα ήταν για πολλά χρόνια ο καταυλισμός των φερέοικων τσιγγάνων κάθε φορά που περιόδευαν τα χωριά της Κασσάνδρας για να ζητιανέψουν ή να πωλήσουν τα χειροποίητα κατασκευάσματά τους.
Αφήνοντας το «ΓΙΟΥΦΤΟ» κατευθύνομαι νότια και παράλληλα με τον ασφαλτόδρομο Κασσανδρινού-Φούρκας. Σε ένα ελαφρό πρανές εντοπίζω τις τοποθεσίες «ΜΗΛΑΔΙΩΤΗ» (34), «ΚΛΑΝΙΚΑ» (35α) και «ΟΥΡΝΟΣ» (33). Της πρώτης το όνομα είναι Βυζαντινής πιθανώς προέλευσης, της δεύτερης το σκαμπρόζικο όνομα είναι άγνωστο πως το πήρε, της δε τρίτης το όνομα προήλθε από τη ρεματιά που βρίσκεται σ’ αυτή και είναι κατάφυτη από αυτοφυείς αγριοσυκιές που τα σύκα τους, οι ουρνοί, είναι μοναδικά για την παρασκευή γλυκού.
Τοποθεσία Τούρλα |
Πέρα από την ΤΟΥΡΛΑ με κατεύθυνση νότια πατώ τα χώματα της τοποθεσίας «ΒΑΤΙΑΣ» (38) η οποία προς την πλευρά του χωριού έχει απότομες πλαγιές με πυκνή χαμηλή βλάστηση κυρίως από βάτους απ’ όπου πήρε το όνομά της.
Αριστερά του «ΒΑΤΙΑ» πάντα με μέτωπο προς το Νοτιά υψώνεται η «ΡΑΧΩΝΑ» (39), μια από τις ψηλότερες βουνοκορφές της Κασσάνδρας -μετά τη «ΛΕΚΑΝΗ» της Βάλτας (Κασσανδρείας) και του «ΡΗΓΑ» του Αναστασίτικου μετοχιού.
Στην ποδιά της «ΡΑΧΩΝΑΣ» προς την πλευρά του χωριού εκτείνεται ένα πλάτωμα με την ονομασία «ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΤΑ ΣΑΝΙΔΙΑ» (40), κατάφυτο από ελαιόδεντρα και στο υπέδαφός του κρύβει κατάλοιπα αρχαίου οικισμού που ανήκε στην Αρχαία Μένδη, όπως μαρτυρούν νομίσματα που βρέθηκαν εκεί.
Βορειοδυτικά της τοποθεσίας αυτής εντοπίζω την τοποθεσία «ΑΜΠΑΡΕΣ» (41), μια ρεματιά με μικρούς καταρράκτες (κρέμασες) που στα πόδια τους σχηματίζονται μικρές λιμνούλες (αμπάρες) απ’ όπου πήρε και το όνομά της, ο δε μικρός ξεροπόταμος που τη διασχίζει ενώνεται στην τοποθεσία «ΜΠΟΣΤΑΝΙΑ» με τον ΤΡΑΝΟ ΛΑΚΚΟ που έχει τις πηγές του στις ρεματιές των βουνών του Αναστασίτικου μετοχιού.
Λίγο αριστερότερα πάνω στον παλιό αγροτικό δρόμο Κασσανδρινού-Μόλα Καλύβας σώζεται ακόμα ένα χρονίσιο ελαιόδεντρο και η τοποθεσία που βρίσκεται φέρει το όνομα «ΤΟΥ ΛΙΑΚΟΥ Η ΕΛΙΑ» (72). Η ελιά αυτή και το χωραφάκι ολόγυρα ανήκε στον διαβόητο Λιάκο που ήταν Κασσαντρινιώτης. Η παράδοση μας τον περιγράφει σαν έναν άνθρωπο λιπόσαρκο, με μέτριο ύψος, αρρωστιάρη αλλά με κάτι αφύσικο στο κορμί του. Είχε ουρά μήκους πέντε εκατοστών και μια πρωτόγνωρη δύναμη στους μυώνες του που μπορούσε να σηκώσει στον αέρα με ευκολία ακόμα και ένα δίχρονο πουλάρι. Ήταν συνέχεια άρρωστος με ρίγη και πυρετό κι ένα χρώμα χαλκοπράσινο και είναι ανεξήγητο πως με τέτοια κλονισμένη υγεία διέθετε τέτοια αφύσικη μυϊκή δύναμη.
Στον καιρό του στο χωριό υπήρχαν πολλά γιδοπρόβατα ελεύθερης βοσκής (κοπάδια). Ένα κοπάδι πρόβατα είχε κι ο Λιάκος που σχεδόν καθημερινά το οδηγούσε στον κισλά (βοσκότοπο) του μετοχιού της Αγίας Αναστασίας. Συχνά στον πλούσιο και απέραντο αυτό βοσκότοπο έσμιγαν τα κοπάδια και οι τσομπάνηδες συναντιόνταν και έκαναν παρέα. Πειράζονταν μεταξύ τους, λέγαν χωρατά, κουβέντιαζαν για τα κοπάδια τους, για τις βοσκές, τα γεννητούρια, τα σκυλιά κ.α. και συχνά πάλευαν μεταξύ τους με έπαθλο για το νικητή ένα σεβαστό αριθμό από πρόβατα. Μια μέρα συναντήθηκαν αρκετοί στην τοποθεσία «ΑΓΚΟΡΤΖΑΡΕΣ» μια αρκετά μεγάλη περιοχή με πλούσια βοσκή. Ανάμεσά τους ήταν και ένας σαρακατσάνος. Μεγαλόσωμος, λεβεντάνθρωπος και πολύ πειραχτήρι. Εκείνα τα χρόνια οι βλάχοι της περιοχής Κοζάνης και κύρια του Μπλάτσι (Βλάστη) νοίκιαζαν τον κισλά (βοσκότοπο) του Αναστασίτικου μετοχιού και έφερναν τα κοπάδια τους για να ξεχειμωνιάσουν. Ένας από τους βλάχους αυτούς ήταν κι αυτός που ανάφερα παραπάνω που πείραζε συνέχεια τους γραικούς (τους ντόπιους) και τους προκαλούσε να παλέψουν μαζί του. Ποιος όμως τολμούσε να παλέψει μ’ αυτόν το γίγαντα; Μια μέρα ένας κασσαντρινιώτης βοσκός λέει διστακτικά στον αυθάδη και είρωνα βλάχο: «Ε ρε βλάχο, αφού έχεις τόσο μεράκι για πάλεμα να πούμε το Λιάκο αν θέλει να παλέψει μαζί σου». Ο Λιάκος πιο εκεί κουκουλωμένος με την κάπα του έτρεμε από έντονα ρίγη, προμηνύματα ψηλού πυρετού που θα ακολουθούσε. Ο βλάχος έριξε μια περιφρονητική ματιά στον κουκουλωμένο Λιάκο και φώναξε με έπαρση και αυθάδεια: «Άρέ μι τούτου του ζαγάρ θα παλέψου μαθέ;» Ο Λιάκος μέσα στο σύγκρυο που τον διακατείχε άκουσε τη προσβλητική φράση του βλάχου που τον απεκάλεσε ζαγάρ (μικρόσωμο αδύνατο κυνηγετικό σκυλί) και του άναψαν τα αίματα. Πέταξε την κάπα του, σηκώθηκε και φαρδοπατώντας φώναξε προς το μέρος του βλάχου: «Έλα ρε βλάχο αν σου βαστάει να παλέψουμε, όχι όμως τζάμπα. Δεκαπέντε προβατίνες απ’ τις καλές κιόλας, είσαι»; «Κιοστρές καράβλαχε», συμπλήρωσε ο Λιάκος περιπαιχτικά. Ο βλάχος αναψοκοκκίνισε από θυμό και χωρίς καθυστέρηση ανταπάντησε στο Λιάκο: «Ιά ζύγουσι ουρέ ζαγάρ σαδώ, ώστι να πείς δύγιου θα σι βρουντουλουΐσου κι θα κιρδέψου κι τς προυβατίνες μαθέ». Αυτά είπε ο βλάχος και κούνησε τις πελώριες χερούκλες του για να πιάσει το Λιάκο. Εκείνος, ξέφυγε με γρηγοράδα στο πλάι, άρπαξε το βλάχο από τις γάμπες, τον σήκωσε ψηλά κι αφού τον στριφογύρισε δυο τρεις φορές τον πέταξε με δύναμη κάτω στα χορτάρια. Ακούστηκε ένας υπόκωφος γδούπος και μετά φωνές πόνου και απορίας από το βλάχο. «Ορε τίν τούτου μαθέ; Οωωχ Παναγίδα μ μι σακάτιψι του ζαγάρ ου γκρέκους». Έτσι σταμάτησε ο βλάχος τις προκλήσεις και τις ειρωνείες κι έχασε και τις δεκαπέντε καλές προβατίνες του.
Το τέλος του Λιάκου ήταν ανεπάντεχο και τραγικό. Κάνοντας κατάχρηση της υπερφυσικής του δύναμης έγινε ληστής και μια νύχτα που πήγε να ληστέψει το Ιβηρίτικο μετόχι, στην τοποθεσία «ΚΑΡΑΓΑΤΣΙΑ», την ώρα που προσπαθούσε να παραβιάσει την πόρτα του μετοχιού ο καλόγερος από μέσα με έναν γκρα (παλιό πολεμικό όπλο) τον πυροβόλησε και τον άφησε στον τόπο. Αυτό ήταν το άδοξο τέλος του Λιάκου κι ήταν πολύ νέος γύρω στα τριάντα του. Η παράδοση μας λέει πως ήταν παντρεμένος κι απόχτησε κι ένα παιδί που ήταν καχεκτικό κι ανήμπορο και πέθανε πολύ μικρό. Η μόνη ανάμνηση του Λιάκου ως τα σήμερα είναι η ελιά που φέρει το όνομά του.
Τοποθεσία Κοπάνες |
Μπροστά μου κατηφορίζει με στροφές απότομες και επικίνδυνες ο χωματόδρομος Κασσανδρινού-Μόλα Καλύβας και τα μάτια μου μετά από ολιγόστιγμη περιπλάνηση στον καταγάλανο ορίζοντα του Αιγαίου, συναντούν δυο μικρά και κατάφυτα από ελαιόδεντρα βαθύπεδα που αντιστοιχούν στις τοποθεσίες «ΑΠΑΝΗ ΜΑΚΑΡ» (51) και «ΑΚΑΤΝΗ ΜΑΚΑΡ» (52). H ονομασία τους έχει Βυζαντινή πιθανόν προέλευση και σ’ αυτό συνηγορεί και η ύπαρξη μικρού παρεκκλησίου του Αγίου Μόδεστου στη θέση που ήταν κτισμένος μεγάλος Χριστιανικός ναός, όπως προκύπτει από τα σωζόμενα μέχρι σήμερα υλικά κατασκευής του. Τα κτήματα που βρίσκονται στα παραπάνω βαθύπεδα, στις Μακάρες όπως τα αποκαλούν οι Κασσαντρινιώτες, καθώς και εκείνα της περιφέρειας της ΜΟΛΑ ΚΑΛΥΒΑΣ ανήκαν κατά κυριότητα στο Ιβηρίτικο μετόχι που προανέφερα, περιήλθαν δε στην κυριότητα είκοσι περίπου οικογενειών του Κασσανδρινού με απόφαση του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης που σώζεται στα αρχεία της Κοινότητας. Ο αείμνηστος παππούς μου Γερογιώργης Αμπελάς για να ευχαριστήσει τον Άγιο Μόδεστο που κατά τη γνώμη και την πεποίθησή του βοήθησε στην έκδοση της παραπάνω απόφασης, παράγγειλε στον αυτοδίδακτο αλλά πολύ καλό Αγιογράφο της Βάλτας Σοφοκλή Πολίτη να φιλοτεχνήσει την εικόνα του Αγίου Μόδεστου τον ίδιο χρόνο που βγήκε η παραπάνω απόφαση, δηλαδή στα 1918, και η οποία εικόνα σώζεται σήμερα και βρίσκεται σε εικονοστάσι στο Κασσανδρινό.
Τοποθεσία Αμπελικές |
Κατεβαίνοντας τον κατηφορικό χωματόδρομο από τις Κοπάνες και πριν διαβώ τον ξερόλακκα που συναντώ στο τέρμα της κατηφοριάς, εντοπίζω δυο τοποθεσίες: την τοποθεσία «ΚΑΜΙΝΙ» (53) που πήρε την ονομασία της από τα καμίνια που έστηναν οι Ικαριώτες καρβουνιάρηδες για να κάνουν ξυλοκάρβουνα και την τοποθεσία «ΣΤΕΝΑΔΕΣ» (54) που πήρε το όνομά της από τις στενές καλλιεργήσιμες λωρίδες γης στις δυο πλευρές του ξερόλακκα που κατεβαίνει από τις Κοπάνες και καταλήγει στη θάλασσα. Προχωρώντας για λίγο νότια, φτάνω στον παραλιακό οικισμό «ΜΟΛΑ ΚΑΛΥΒΑ» που ττα τελευταία χρόνια εξελίχθηκε σε μοντέρνο τουριστικό οικισμό δυστυχώς άναρχα και κακόγουστα.
Από αριστερά προς τα δεξιά: Tοποθεσίες Μάλτες και Καμίνι. Στο βάθος ο οικισμός Μόλα Καλύβα. |
Όσον αφορά το όνομα της, «ΜΟΛΑ ΚΑΛΥΒΑ», υπάρχουν πολλές εκδοχές. Η επικρατέστερη κατά τη γνώμη μου είναι η παρακάτω. Στα πολύ παλιά χρόνια ένα καράβι παράδερνε μια σκοτεινή βραδιά στη φουρτουνιασμένη θάλασσα ανοιχτά της Μόλα Καλύβας. Το μόνο παρήγορο σημάδι για το ταλαιπωρημένο πλήρωμα του ήταν ένα αχνό φωτάκι στη στεριά και κατευθύνονταν ξυλάρμενα προς αυτό τραβώντας τα κουπιά. Μετά από πολύωρη πάλη με τα μανιασμένα κύματα, στο ξημέρωμα και σε μισό μίλι απ’ την ακτή, ο καπετάνιος εντόπισε τη μοναδική καλύβα που υπήρχε τότε (απ' όπου φαινόταν τη νύχτα και το αχνό φως) και φώναξε στο ναύτη που είχε τη φροντίδα της άγκυρας του καραβιού: «Μόλα, καλύβα»,· δηλαδή αμόλησε την αλυσίδα της άγκυρας γιατί βλέπω μια καλύβα.
Τοποθεσία του Bαλάρ ο Βράχος |
Ακριβώς στα πόδια του βράχου εντοπίζω την τοποθεσία «ΛΥΧΝΙΔΕΣ» (57). Όσον αφορά το όνομά της η επικρατέστερη εκδοχή είναι η εξής: Τον Αλωνάρη μήνα, τον Ιούλιο, οι Κασσαντρινιώτες αλώνιζαν τα γεννήματά τους (δημητριακά) στ’ αλώνια που ήταν δίπλα στις καλύβες τους. Το αλωνισμένο είδος, το λιώμα όπως το έλεγαν, το λίχνιζαν τη νύχτα με το απόγειο αεράκι που έρχονταν από τη χούνη, δηλαδή τη ρεματιά του Καμινιού. Το ψιλό-ψιλό άχυρο, τη λυχνίδα, την παρέσυρε ο αέρας, προς την παραπάνω τοποθεσία κι έτσι πήρε το όνομα «ΛΥΧΝΙΔΕΣ».
Στα διακόσια μέτρα από τις «ΛΥΧΝΙΔΕΣ» βρίσκομαι στην τοποθεσία «ΑΓΡΟΥΛΙΑ» (56), μια μικρή έκταση που εκτείνεται από την ακροθαλασσιά ως τα πλάγια του βουνού δεξιά του δρόμου, κατάφυτη από αγριελιές από όπου και πήρε το όνομά της.
Προχωρώ λίγο ακόμα και στην άκρη του δρόμου προς την ακροθαλασσιά πατώ τα χώματα της παραλιακής τοποθεσίας με την ονομασία «ΜΠΟΥΛΑΜΑΤΣΙΑ».(55) Το πως πήρε αυτό το όνομα η τοποθεσία είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Ίσως να πρόκειται για γλωσσικό σκώμμα για κάποιο πρόσωπο της περιοχής.
Ανεβαίνοντας δεξιά το δύσβατο μονοπάτι με βόρεια κατεύθυνση, ανάμεσα σε πυκνό δάσος (ζίγρα) μικρών πεύκων και μετά από λαχανιασμένη ανηφορική πορεία μισής ώρας περίπου, φτάνω στις τοποθεσίες «ΚΑΤΩ ΒΙΓΛΑ» (50) και «ΑΠΑΝΩ ΒΙΓΛΑ» (49) που βρίσκονται στο ψηλότερο σημείο της κορυφογραμμής που οριοθετεί τα τρία χωριά (Κασσανδρινό, Καλάνδρα και Φούρκα). Τοποθεσίες σε μεγάλο υψόμετρο απ' όπου μπορεί κανείς να παρατηρεί (να βιγλίζει) προς τη μεριά του Θερμαϊκού ή του Τορωναίου.
Λίγο πιο κάτω από τις ΒΙΓΛΕΣ το Δασαρχείο Κασσάνδρας εγκατάστησε το «ΠΥΡΟΦΥΛΑΚΙΟ» (46), παρατηρητήριο για την εντόπιση πυρκαγιών στην περιοχή που ελέγχει το Δασαρχείο, δηλαδή σε όλη την περιφέρεια της Κασσάνδρας. Το παραπάνω πυροφυλάκιο βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή της τοποθεσίας «ΑΜΠΕΛΙΚΕΣ» (45) για την οποία έγινε λόγος πιο πάνω.
Βορειοδυτικά των ΒΙΓΛΩΝ και στην κατωφέρεια προς τα σύνορα Κασσανδρινού-Καλάνδρας εντοπίζω τις τοποθεσίες «ΚΟΥΡΕΜΕΝΟΣ» (47) και «ΚΑΡΑΓΑΤΣΙΑ» (49). Παλιά ο ΚΟΥΡΕΜΕΝΟΣ μαζί με τις ΜΑΛΤΕΣ, που βρίσκονται ανατολικά πέρα από τον αγροτικό δρόμο Κασσανδρινού-Μόλα Καλύβας, ήταν τα πιο πυκνά και πλούσια δάση της περιοχής. Όμως, αυτοί οι δυο δασωμένοι χώροι με πυκνή και πλούσια χλωρίδα και πανύψηλα πεύκα κάηκαν επανειλημμένα στον καιρό της κατοχής και του εμφύλιου στη δεκαετία του 1940. Η ονομασία του «ΚΟΥΡΕΜΕΝΟΥ» πιθανώς σχετίζεται με τη συχνή ξύλευσή του, το κούρεμα, κυρίως για οικοδομήσιμη ξυλεία, όπως δοκάρια (αγριντιές), σανίδια αλλά και καυσόξυλα. Η ονομασία «ΚΑΡΑΓΑΤΣΙΑ», τοποθεσία που ξεκινά από τις δυτικές υπώρειες του «ΚΟΥΡΕΜΕΝΟΥ» και στην οποία υπήρχε στα παλιά χρόνια το Ιβηρίτικο μετόχι, προήλθε από το πλήθος των αυτοφυών δέντρων Φτελιάς (Καραγάτσι) που υπήρχαν γύρω από τη βρύση του μετοχιού (με το νερό της να παραμένει αστείρευτο παρά τις επανειλημμένες πυρκαγιές της γύρω δασωμένης περιοχής).
Ολοκληρώνοντας την περιήγηση στα τοπωνύμια του Νοτιοδυτικού τμήματος της περιοχής του Κασσανδρινού, επισημαίνω και εντοπίζω και δύο ακόμα τοποθεσίες: τη μια δίπλα στις «ΚΟΠΑΝΕΣ» με την ονομασία «ΜΟΥΡΤΕΣ» (44), που ονομάστηκε έτσι λόγω τη πληθώρας θάμνων μυρτιάς που ευδοκιμούν σ’ αυτή, τη δε άλλη βορειοδυτικά της ΡΑΧΩΝΑΣ με την ονομασία «ΠΛΑΤΑΝΑΚΙ» (42) που την ονομασία της την πήρε από μεγάλη συστάδα αυτοφυών πλατανιών που υπάρχει σ’ αυτή. Στην τοποθεσία αυτή υπάρχει και πηγή νερού, πιθανώς αρτεσιανού, που κάποτε σε καιρούς λειψυδρίας (δεκαετία του 1930) είχε αποφασιστεί από την κοινότητα η μεταφορά του στο χωριό για την ύδρευσή του -σχέδιο που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ για λόγους οικονομικούς αλλά και γιατί ξέσπασε ο πόλεμος του 1940.
Καλησπέρα σας και συγχαρητήρια για την αξιόλογη προσπάθεια. Διαβάζοντας τα τοπωνύμια, στάθηκα σε ένα, που το όνομά του είχε απασχολήσει κι εμένα παλαιότερα: την Κλανίκα. Οι κλανίκες είναι δέντρα, που μοιάζουν με τις κρανιές, αλλά έχουν νομίζω μικρότερα φύλλα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητήρια και πάλι
Σαράφης Γιάννης
Άγ. Πρόδρομος